-ιστής — (ΑΜ ιστής) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τής, η οποία στα μεταρρηματικά παράγωγά της δηλώνει τον δράστη μιας ενέργειας (πρβλ. ποιώ > ποιη τής, πολιτεύομαι > πολιτευ τής) από το θ. σε –ισ τού αορ. πολλών ρ. (συνήθως σε ίζω), πρβλ. ῥαίω… … Dictionary of Greek
ἱστῇς — ἵστημι make to stand pres subj act 2nd sg ἱστάω pres subj act 2nd sg (doric ionic) ἱστάω pres ind act 2nd sg (doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνιστής — ο παλαιός όρος που χρησιμοποιήθηκε αντί τού όρου σοσιαλιστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Κοινωνιστής (αντί τού ορθτ. *κοινωνικ ιστής ως απόδοση τού γαλλ. social iste) < θ. κοινων τού κοινων ικός + κατάλ. ιστής, πρβλ. μαρξ ιστής, υπαρξ ιστής] … Dictionary of Greek
-ιστικός — και ίστικος (ΑΜ ιστικός) παρεκτεταμένη μορφή τής κατάλ. ικός από ονόματα σε ιστής (πρβλ. αγων ιστ ικός < αγων ιστής, υβρ ιστ ικός < υβρ ιστής). Στη συνέχεια η κατάλ. σχημάτισε και παρ. απευθείας από θ. ρημάτων σε ίζω (πρβλ. ονειδ ιστικός… … Dictionary of Greek
-ίστας — αντιδάνεια κατάλ., πρβλ. ιταλ. ista (< λατ. ista < αρχ. ελλ. ιστής). Οι περισσότερες ελλ. λ. σε ίστας είναι μεταφορές στην ελλ. ξένων όρων (πρβλ. κατωτέρω). Εν τούτοις η κατάλ. εντάχθηκε απόλυτα στο νεοελλ. κλιτικό σύστημα, τόσο ώστε τα… … Dictionary of Greek
θωμαϊστής — ὁ (Μ θωμαϊστής) στον πληθ. οι θωμαϊστές τα μέλη των χριστιανικών εκκλησιών τής νότιας Ινδίας, τις οποίες ίδρυσε, σύμφωνα με την παράδοση, ο απόστολος Θωμάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θωμάς κατά τα σοσιαλ ιστής, σοφ ιστής] … Dictionary of Greek
λιθοβολιστής — λιθοβολιστής, ό, θηλ. λιθοβολίστρια (Μ) 1. αυτός που ρίχνει λίθους, λιθοβόλος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λιθοβολίστρια η σφεντόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθοβολῶ, κατά τα ουσ. σε ιστής (πρβλ. ακροβολ ιστής)] … Dictionary of Greek
νιτσεϊστής — ο, θηλ. νιτσεΐστρια οπαδός τών θεωριών τού Νίτσε. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νίτσε + κατάλ. ιστής (πρβλ. βουδ ιστής)] … Dictionary of Greek
ριπταριστής — ὁ, Μ ακοντιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥιπτάριον + κατάλ. ιστής (πρβλ. κιθαρ ιστής)] … Dictionary of Greek
σατυριστής — ὁ, Α 1. ηθοποιός που έπαιρνε μέρος σε σατυρικό δράμα 2. ως επίθ. σατυρικός («Σατυρισταὶ χοροί», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάτυρος + κατάλ. ιστής, κατά το κιθαρ ιστής] … Dictionary of Greek